- κατασκευασμός
- κατασκευασμός, ὁ (Α) [κατασκευάζω]επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκευασμός — contrinance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευασμοῦ — κατασκευασμός contrinance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)